- αμφίδετος
- -η, -ο (Α ἀμφίδετος, -ον)νεοελλ.αυτός που είναι στερεωμένος με αμφιδετήσηαρχ.αυτός που είναι τοποθετημένος ή δεμένος γύρω από κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιδέω.ΠΑΡ. νεοελλ. ἀμφιδετώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφίδετον — ἀμφίδετος bound masc/fem acc sg ἀμφίδετος bound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιδέτους — ἀμφίδετος bound masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιδέω — ἀμφιδέω (Α) περιδένω, δένω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δέω «δένω». ΠΑΡ. αμφιδέτης, αμφίδετος αρχ. ἀμφίδεα, ἀμφιδέα] … Dictionary of Greek
αμφιδετώ — ( έω) (για πλοία) στερεώνω, ασφαλίζω με αμφιδέτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφίδετος. ΠΑΡ. ἀμφιδέτηση] … Dictionary of Greek